σπιθοβολώ

σπιθοβολώ
-άω, Ν
1. σπινθηροβολώ, εκπέμπω σπινθήρες («σπιθοβόλαγε η φωτιά»)
2. εκπέμπω λάμψη, είμαι λαμπερός, φεγγοβολώ («τα μάτια της σπιθοβολούσαν μέσα στο σκοτάδι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπίθα + -βολώ (< -βόλος < βάλλω), πρβλ. αστραπο-βολώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σπιθοβολώ — σπιθοβόλησα, πετάω σπίθες: Θέριεψε η φωτιά και σπιθοβολούσε το αναμμένο ξύλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αζινοβολώ — βγάζω σπινθήρες, σπινθηροβολώ, σπιθοβολώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αζίνα + παραγ. κατάλ. βολώ] …   Dictionary of Greek

  • αποσπινθηρίζω — ἀποσπινθηρίζω (Α) βγάζω σπινθήρες, σπιθοβολώ …   Dictionary of Greek

  • σπιθοβολή — η, Ν [σπιθοβολώ] σπινθηροβολία, εκπομπή σπινθήρων …   Dictionary of Greek

  • σπιθοβολιά — η, Ν [σπιθοβολώ] η σπιθοβολή …   Dictionary of Greek

  • σπιθοβόλημα — το, Ν [σπιθοβολώ] το σπινθηροβόλημα, η εκπομπή σπινθήρων …   Dictionary of Greek

  • σπιθόβολος — η, ο, Ν αυτός που πετάει σπίθες, που εκπέμπει σπινθήρες (α. «σπιθόβολοι καπνοί», Ζερβ. β. «σπιθόβολη ματιά»). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του σπιθοβολώ] …   Dictionary of Greek

  • σπινθηροβολώ — σπινθηροβολῶ, έω, ΝΜΑ 1. εκπέμπω σπινθήρες, σπιθοβολώ 2. εκπέμπω φωτεινές ακτίνες, φεγγοβολώ, ακτινοβολώ νεοελλ. μτφ. παρέχω δείγματα υψηλής ευφυΐας και ανώτερης πνευματικότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπινθήρ(ας) + βολῶ (< βόλος < βάλλω), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”