σπιθοβολώ — σπιθοβόλησα, πετάω σπίθες: Θέριεψε η φωτιά και σπιθοβολούσε το αναμμένο ξύλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αζινοβολώ — βγάζω σπινθήρες, σπινθηροβολώ, σπιθοβολώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αζίνα + παραγ. κατάλ. βολώ] … Dictionary of Greek
αποσπινθηρίζω — ἀποσπινθηρίζω (Α) βγάζω σπινθήρες, σπιθοβολώ … Dictionary of Greek
σπιθοβολή — η, Ν [σπιθοβολώ] σπινθηροβολία, εκπομπή σπινθήρων … Dictionary of Greek
σπιθοβολιά — η, Ν [σπιθοβολώ] η σπιθοβολή … Dictionary of Greek
σπιθοβόλημα — το, Ν [σπιθοβολώ] το σπινθηροβόλημα, η εκπομπή σπινθήρων … Dictionary of Greek
σπιθόβολος — η, ο, Ν αυτός που πετάει σπίθες, που εκπέμπει σπινθήρες (α. «σπιθόβολοι καπνοί», Ζερβ. β. «σπιθόβολη ματιά»). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του σπιθοβολώ] … Dictionary of Greek
σπινθηροβολώ — σπινθηροβολῶ, έω, ΝΜΑ 1. εκπέμπω σπινθήρες, σπιθοβολώ 2. εκπέμπω φωτεινές ακτίνες, φεγγοβολώ, ακτινοβολώ νεοελλ. μτφ. παρέχω δείγματα υψηλής ευφυΐας και ανώτερης πνευματικότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπινθήρ(ας) + βολῶ (< βόλος < βάλλω), πρβλ.… … Dictionary of Greek